- σκορόδων
- σκόροδονgarlicneut gen plσκοροδόωimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)σκοροδόωimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκοροδών — ῶνος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) το τμήμα τού κήπου όπου φυτεύονται σκόρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. αμπελ ών)] … Dictionary of Greek
ALLIUM — I. ALLIUM non minus ac cepe et porrum, inter Aegyptiorum olim Numina: de quibus sic Prudentius contra Symmachum l. 2. v. 465. Quadriviis brevioribus ire parati Vilia Niliacis venerantur oluscula in hortis, Porrum et cepe Deos imponcre nubibus… … Hofmann J. Lexicon universale
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
μώλυζα — η (Α μώλυζα) νεοελλ. το φυτό κρόμμυον το σκορδόπρασον αρχ. κεφαλή τού σκόρδου («μώλυζα σκορόδων», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μώλυ + κατάλ. ζα (πρβλ. κόνυ ζα, όρυ ζα)] … Dictionary of Greek
τριτοπηλίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκορόδων δέσμη...». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. τ. αντί τού τρόπαλις* (πρβλ. τροπαλλίς, αττ. τ. τρόπηλις), πιθ. κατ επίδραση τού τρίτος] … Dictionary of Greek